- προπληρωτέος
- -α, -οαυτός που η αξία του πρέπει να προπληρωθεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προπληρωτέος — α, ο, Ν αυτός που πρέπει να προπληρωθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < προπληρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1824 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά] … Dictionary of Greek